Στις 28-10-1940, στους δρόμους της Αθήνας, ο λαός είπε ΟΧΙ στο φασισμό


Γιάννης Ρίτσος - Γράμματα ἀπ᾿ τὸ μέτωπο
1
Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι

κι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:

οἱ αὐγὲς κ᾿ οἱ νύχτες μας γυρνοῦν φρικτὲς

πεντάλφες γράφουν στὸ σκοτάδι σήματα,

ποὺ τὸν κίνδυνο μηνοῦν,πύρινα φίδια ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη.

Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοικ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν τρύπα

ὁ θάνατος περιμένει.

Μᾶς ἔπνιξαν τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά,στεγνῶσαν τὴν ψυχή μας

καὶ τὸ σῶμα,μὰ κάτι μέσα μας κυλᾶ βουερὰκαὶ ξέσπασμα

δὲ βρῆκε κάπου ἀκόμα.
Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάησ᾿ ὅλες τὶς φλέβες μου,

αίμα μου κυλάειτῆς Μαριγῶς τὸ φλογερὸ φιλί...

(θέλω νὰ πῶ,μητέρα μου, γιὰ κεῖνοτὸ φιλί της ποὺ μοὔδωσε

δειλὴπροτοῦ γιὰ τὴν πατρίδα μας μακρύνω).
Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει,μὰ ὁ πόλεμος, τὴ νιότη μου

σκεπάζεικαὶ μὲ ἀτσάλι ἀναμμένο μὲ κεντᾶὅμως, μέσα μου ἡ καρδιά

μου δὲ λυγίζει.

Μητέρα, ἐδῶ, στὸ θάνατο κοντά,πρωτόμαθα τὸ πόσο ἡ ζωὴ ἀξίζει.
Μάνα, μιὰ παπαρούνα σήμερα εἶδαἔξω ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπρὶ

καὶ μ᾿ ἄγγιξε ἡ ἐλπίδα.Σὰν τὸ πουλί, ποὺ πάει κλαδὶ-κλαδί,παίρνω

καὶ γὼ στρατὶ τὸ μονοπάτι,στῆς μνήμης ἀκουμπώντας τὸ ραβδί,ν᾿

ἀράξω στὸ χωριὸ ψυχὴ καὶ μάτι.

Τέτοιον καιρὸ μᾶς δέχονταν οἱ κάμποι,μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ φύλλα βλέπαμε

νὰ λάμπειἡ θάλασσα γαλάζια καὶ στιλπνὴοἱ νεραντζιὲς

εὐώδιαζαν τὶς ὦρεςκι ἀκούαμε στὴ σιωπὴ τὴν αὐγινὴστὴ χλόη νὰ

πέφουν οἱ ὀπῶρες.
Τῆς Κυριακῆς τὰ βράδια, καθισμένοιστῆς αὐλῆς τὸ πεζούλι

εἰρηνεμένοι,ἀφουγκραζόμασταν ἐκστατικοὶτοῦ τριζονιοῦ τὶς

τρίλλιες ἀπ᾿ τὸ φράχτηκαὶ πλάι μου ἐσύ, σὰ Μοίρα φιλική,τῆς

στοργῆς σου ξετύλιγες τ᾿ ἀδράχτι.
Στὸν οὐρανὸ ἕνα-ἕνα ἀνάβαν τ᾿ ἄστρακι ἄνθιζαν τ᾿ ἄστρα στοῦ

νοῦ μας τὴ γλάστρακι ὅλα εἴταν γύρω ἁγνά, γλυκά, ἱερά,καὶ μοῦ

εἴταν ἡ καρδιὰ τόσο καθάρια ποὺ ἤθελα νὰ χαϊδεύω τρυφερὰτοὺς

ἀνθρώπους, τὰ ζῶα καὶ τὰ λιθάρια.






















Αναγνώστες

Η ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΒΔΟΜΑΔΑΣ

Oνειρα,όνειρα.μικρά ή μεγάλα,κρυφά ή φανερά..ανάσες ζωής.

About this blog