«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…
Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…»








Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια
Μιλλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.

Το μοναστήρι τα’ Αι Νικόλα το είχαν τότε Αγιοβασιλείτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή
τους έσωσαν οι γάτες που ανάθρεφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε, άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβειά κουρέλι.
Έτσι, με τέσσερις καμπάνες την ημέρα πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας, πάνε τριάντα τόσα χρόνια
Οι άνθρωποι πέθαιναν και γεννιόνταν φίδια
Φίδια που έπιναν από το κορμό αυτής της χώρας και δηλητηρίαζαν τους κατοίκους της
Οι άνθρωποι περνούσαν δύσκολες μέρες

Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις – έλεγε το τραγούδι
Όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα - παράγκα του χειμώνα .
Και συ γελάς ακόμα
Ο λαός στα πεζοδρόμια κουλούρια πουλούσε και λαχεία
Κοπάδια τρέχαν στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά
Πρόσφυγες, μετανάστες, ξενιτιά και φτώχεια.
Διαδηλώσεις για τη Δημοκρατία, για την Κύπρο, για την Παιδεία

Ύστερα ήρθαν οι συνταγματάρχες, κατέβηκαν στην Αθήνα με τα τανκς
Κατέλαβαν τη Βουλή,
κλείσανε στη φυλακή χιλιάδες ανθρώπους κι άλλους τόσους εξορίσανε στα ξερονήσια
καταργήσανε τα συνδικάτα, κλείσανε τις εφημερίδες που δεν τους άρεσαν
τα ραδιόφωνα έπαιζαν μόνο εμβατήρια
όποιος τολμούσε να μιλήσει τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι

Ώσπου κάποιο Νοέμβρη τα νέα παιδιά, οι φοιτητές που μπαίνουν πάντα μπροστά
Αποφάσισαν να αντισταθούν και να βάλουν τέλος στην τυραννία
Μαζεύτηκαν στο Πολυτεχνείο, φώναξαν, διαδήλωσαν
Πήραν μαζί τους το λαό, ένιωσαν για λίγο την αίσθηση της ελευθερίας

Κι άρχισαν να παλεύουν με τα φίδια
Τα σκότωσαν και σκοτώθηκαν
Πέτυχαν όμως να ξυπνήσουν στο λαό αισθήματα που είχε ξεχάσει
Βάφτισαν ξανά στη φωτιά του αγώνα, λέξεις που είχαν χάσει τη σημασία τους
Ελευθερία, Δημοκρατία, Ισότητα, Αδελφοσύνη…

Εκείνη την εποχή λοιπόν υπήρχε ένα καφενεδάκι
Κάπου στο κέντρο της Αθήνας
Κοντά στο Πολυτεχνείο
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία…………..

ΤΡΑΓΟΥΔΙ : ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΕΛΛΑΣ (από ομάδα παιδιών πάνω στη σκηνή


Είσαι νέος-το ξέρω-και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι! Και την ώρα που φεύγεις με το ‘να πόδι
σου έρχεσαι με τ’ άλλο
ερωτοφωτόσχιστος
περνάς θέλεις –δε θέλεις
αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
εναντίον μας.Οσο η φωνή αντέχει.
Πως της παρθένας το τζατζίκι όταν το πιάνεις
πάλλονται κάτω από το δέρμα σου οι μυώνες
ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
πώς σβήνουν την αθλιότητα ίδια εσύ
παραλαμβάνεις από τους Δίες τον κεραυνό
και ο κόσμος σου υπακούει.
Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται.
Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.


Οδυσσέας Ελύτης <Ο μικρός ναυτίλος>

Βρέθηκα σε αυτό τον τόπο σε τούτο το σημείο του κόσμου, στην άκρη του πανέμορφου ουράνιου τόξου που βγαίνει πάντα μετά την βροχή και σχίζει τον γαλανό ουρανό. Εγώ , ένα ασήμαντο σημείο στίξης, ένα κόμμα μια τελεία, ένα θαυμαστικό ή ένα ερωτηματικό,-δεν έχει σημασία- δίνοντας με τον τρόπο μου, ζώντας, υπάρχοντας απλά, συμβάλλοντας στον σχηματισμό της πελώριας αλυσίδας μια αλυσίδας ζωής, ψυχών ,καρδιών. Πορευόμενη με το μυαλό ανοιχτό τα μάτια φωτεινά και την ψυχή έτοιμη να νοιώσει, να δεχθεί, να υπακούσει, να υποτάξει και να υποταχθεί.
Ετσι λοιπόν, μια μικρή κουκίδα αποτυπωμένη στις λευκές σελίδες της ζωής προσπαθώντας να απλωθεί να στιγματίσει ,να ζωγραφίσει να αποτυπώσει και τις υπόλοιπες, λίγες ή πολλές ωραίες ή πικρές, μεγάλες ή μικρές αλλά πάντα γλυκές και μυρωδάτες..

Οσο για το σημείο στίξης ποιο από όλα είμαι,?-είναι ο καθένας μας-αυτό εξαρτάται από το τέλος του βιβλίου, και καθορίζεται πάντα από την αίσθηση στην τελευταία σελίδα, στις έσχατες γραμμές .....


Ὁ παιχνιδιάρης


Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.
Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.
Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω...
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.
Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.
Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.

Γ.ΣΟΥΡΗΣ.

Αναγνώστες

Η ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΒΔΟΜΑΔΑΣ

Oνειρα,όνειρα.μικρά ή μεγάλα,κρυφά ή φανερά..ανάσες ζωής.

About this blog